- σκληρότητι
- σκληρότηςhardnessfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… … Dictionary of Greek